Αρχαιολογικοί χώροι
Λευκωσία: Ταμασσός
Η αρχαία πόλη-βασίλειο της Ταμασσού βρίσκεται 21 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λευκωσίας, στις όχθες του ποταμού Πεδιαίου. Το μεγαλύτερό της μέρος βρίσκεται κάτω από τα σύγχρονα χωριά Πολιτικό, Πέρα και Επισκοπιό.
Δεν γνωρίζουμε πότε και από ποιον ιδρύθηκε η πόλη. Φαίνεται ότι η ύπαρξή της χρονολογείται από τον 8ο αι. π.Χ., σε μια περιοχή που κατοικείτο ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Μέχρι το πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. εξελίχθηκε σε μια σημαντική πόλη-βασίλειο. Γνώρισε ιδιαίτερη ακμή λόγω της εκμετάλλευσης των πλούσιων κοιτασμάτων χαλκού της επικράτειάς της.
Κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. ο βασιλιάς της Ταμασσού Πασίκυπρος, πούλησε την πόλη στο βασιλιά του Κιτίου Πουμιάθωνα, έτσι η πόλη περιήλθε στην κατοχή των Φοινίκων. Σύντομα όμως η Ταμασσός μαζί με τα μεταλλεία της παραχωρήθηκε στη Σαλαμίνα, μέχρι την τελική κατάργηση των βασιλείων από τους Πτολεμαίους στα 312-311 π.Χ. Τότε, τα μεταλλεία της Ταμασσού πέρασαν στα χέρια του στρατηγού κυβερνήτη της Κύπρου, ενώ με την ένταξη του νησιού στο ρωμαϊκό κράτος η κυριότητα των μεταλλείων πέρασε στο ρωμαίο ανθύπατο. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι κατά το πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ. η Ταμασσός έγινε μια από τις πρώτες χριστιανικές επισκοπικές έδρες της Κύπρου, γενικά δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Δεν γνωρίζουμε πότε και από ποιον ιδρύθηκε η πόλη. Φαίνεται ότι η ύπαρξή της χρονολογείται από τον 8ο αι. π.Χ., σε μια περιοχή που κατοικείτο ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Μέχρι το πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. εξελίχθηκε σε μια σημαντική πόλη-βασίλειο. Γνώρισε ιδιαίτερη ακμή λόγω της εκμετάλλευσης των πλούσιων κοιτασμάτων χαλκού της επικράτειάς της.
Κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. ο βασιλιάς της Ταμασσού Πασίκυπρος, πούλησε την πόλη στο βασιλιά του Κιτίου Πουμιάθωνα, έτσι η πόλη περιήλθε στην κατοχή των Φοινίκων. Σύντομα όμως η Ταμασσός μαζί με τα μεταλλεία της παραχωρήθηκε στη Σαλαμίνα, μέχρι την τελική κατάργηση των βασιλείων από τους Πτολεμαίους στα 312-311 π.Χ. Τότε, τα μεταλλεία της Ταμασσού πέρασαν στα χέρια του στρατηγού κυβερνήτη της Κύπρου, ενώ με την ένταξη του νησιού στο ρωμαϊκό κράτος η κυριότητα των μεταλλείων πέρασε στο ρωμαίο ανθύπατο. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι κατά το πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ. η Ταμασσός έγινε μια από τις πρώτες χριστιανικές επισκοπικές έδρες της Κύπρου, γενικά δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Λεμεσός: Η αρχαία πόλη της Αμαθούντας
Η αρχαία πόλη της Αμαθούντας βρίσκεται στα νότια παράλια της Κύπρου, 7 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της σημερινής πόλης της Λεμεσού. Στην ευρύτερη περιοχή της Αμαθούντας έχουν εντοπιστεί ίχνη ανθρώπινης παρουσίας ήδη από τα Νεολιθικά χρόνια. Για την ίδια την πόλη της Αμαθούντας δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε.
Οι πρώτες ανακαλύψεις στην Αμαθούντα έγιναν ήδη από την εποχή της Φραγκοκρατίας και αφορούν τα μεγάλα λίθινα αγγεία που βρίσκονταν στην ακρόπολη. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν κατά το 1893-1894 υπό τη διεύθυνση βρετανών αρχαιολόγων, ενώ στα 1930 η Σουηδική Αποστολή ανέσκαψε με τη σειρά της αρκετούς αρχαίους τάφους. Μετά το 1960 και την ανεξαρτησία της Κύπρου, έγιναν αρκετές σωστικές και συστηματικές ανασκαφές από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, ενώ από το 1975 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ανέλαβε συστηματικές ανασκαφές στην ακρόπολη και σε άλλα σημεία της Αμαθούντας.
Η ακρόπολη, που είναι κτισμένη πάνω σε ένα λόφο, λειτουργούσε ως φυσικό οχυρό και ταυτόχρονα ως παρατηρητήριο. Υπάρχουν κάποιες ασαφείς γραπτές αναφορές από την αρχαιότητα και κάποια, αμφισβητούμενα σήμερα, αρχαιολογικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι κάτοικοι της Αμαθούντας ήταν αυτόχθονες. Κατά την αρχαϊκή περίοδο η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή και ευημερία και είχε αξιόλογες εμπορικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Φαίνεται ότι στην Αμαθούντα υπήρχε εγκατεστημένος και ένας αριθμός Φοινίκων εμπόρων. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Κυπρίων ενάντια στους Πέρσες, που ακολούθησε την Ιωνική Επανάσταση του 499 π.Χ., η Αμαθούντα τήρησε φιλοπερσική στάση, γεγονός που οδήγησε στην πολιορκία της από τους εξεγερμένους υπό την καθοδήγηση του Ονήσιλου. Η κατάργηση του βασιλείου της Αμαθούντας, όπως και των άλλων πόλεων-βασιλείων της Κύπρου, επέρχεται κατά την ελληνιστική περίοδο, στα 312/311 π.Χ., με την προσάρτηση της Κύπρου στο κράτος των Πτολεμαίων.
Η ακρόπολη εγκαταλείπεται και η ζωή συγκεντρώνεται πλέον στην κάτω πόλη. Η πόλη θα γνωρίσει μια παροδική ανάκαμψη την εποχή των Αντωνίνων και των Σεβήρων, η μετάβαση όμως στο χριστιανισμό τον 4ο αι. μ.Χ. βρίσκει την Αμαθούντα σε παρακμή. Παρόλο που η πόλη επέζησε των πρώτων αραβικών επιδρομών των μέσων του 7ου αι., φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε οριστικά στα τέλη του ιδίου αιώνα.
Οι σημαντικότεροι χώροι και μνημεία της Αμαθούντας είναι:
Οι πρώτες ανακαλύψεις στην Αμαθούντα έγιναν ήδη από την εποχή της Φραγκοκρατίας και αφορούν τα μεγάλα λίθινα αγγεία που βρίσκονταν στην ακρόπολη. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν κατά το 1893-1894 υπό τη διεύθυνση βρετανών αρχαιολόγων, ενώ στα 1930 η Σουηδική Αποστολή ανέσκαψε με τη σειρά της αρκετούς αρχαίους τάφους. Μετά το 1960 και την ανεξαρτησία της Κύπρου, έγιναν αρκετές σωστικές και συστηματικές ανασκαφές από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, ενώ από το 1975 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ανέλαβε συστηματικές ανασκαφές στην ακρόπολη και σε άλλα σημεία της Αμαθούντας.
Η ακρόπολη, που είναι κτισμένη πάνω σε ένα λόφο, λειτουργούσε ως φυσικό οχυρό και ταυτόχρονα ως παρατηρητήριο. Υπάρχουν κάποιες ασαφείς γραπτές αναφορές από την αρχαιότητα και κάποια, αμφισβητούμενα σήμερα, αρχαιολογικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι κάτοικοι της Αμαθούντας ήταν αυτόχθονες. Κατά την αρχαϊκή περίοδο η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή και ευημερία και είχε αξιόλογες εμπορικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Φαίνεται ότι στην Αμαθούντα υπήρχε εγκατεστημένος και ένας αριθμός Φοινίκων εμπόρων. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Κυπρίων ενάντια στους Πέρσες, που ακολούθησε την Ιωνική Επανάσταση του 499 π.Χ., η Αμαθούντα τήρησε φιλοπερσική στάση, γεγονός που οδήγησε στην πολιορκία της από τους εξεγερμένους υπό την καθοδήγηση του Ονήσιλου. Η κατάργηση του βασιλείου της Αμαθούντας, όπως και των άλλων πόλεων-βασιλείων της Κύπρου, επέρχεται κατά την ελληνιστική περίοδο, στα 312/311 π.Χ., με την προσάρτηση της Κύπρου στο κράτος των Πτολεμαίων.
Η ακρόπολη εγκαταλείπεται και η ζωή συγκεντρώνεται πλέον στην κάτω πόλη. Η πόλη θα γνωρίσει μια παροδική ανάκαμψη την εποχή των Αντωνίνων και των Σεβήρων, η μετάβαση όμως στο χριστιανισμό τον 4ο αι. μ.Χ. βρίσκει την Αμαθούντα σε παρακμή. Παρόλο που η πόλη επέζησε των πρώτων αραβικών επιδρομών των μέσων του 7ου αι., φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε οριστικά στα τέλη του ιδίου αιώνα.
Οι σημαντικότεροι χώροι και μνημεία της Αμαθούντας είναι:
Λεμεσός: Ο λόφος του Κουρίου
Ο λόφος του Κουρίου, πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε η αρχαία πόλη, βρίσκεται 4 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του χωριού Επισκοπή της επαρχίας Λεμεσού. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Κύπρου και, σύμφωνα με τον οικιστικό μύθο που παραδίδει ο Ηρόδοτος, ιδρύθηκε από Αχαιούς που ήρθαν από το Άργος της Πελοποννήσου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα από το γειτονικό λόφο της Παμπούλας τοποθετούν την έλευση των Αχαιών στο χώρο μέσα στο 13ο και κατά το 12ο αι. π.Χ.
Τα αρχαιότερα κατάλοιπα κατοίκησης στην ευρύτερη περιοχή του Κουρίου χρονολογούνται από τη νεολιθική περίοδο (4500-3900 π.Χ.). Πάνω στον ίδιο το λόφο του Κουρίου υπάρχουν κατάλοιπα που χρονολογούνται από το τέλος της κλασικής περιόδου, περισσότερο της ελληνιστικής (325-50 π.Χ.) και κυρίως της ρωμαϊκής (50-330 μ.Χ.) και παλαιοχριστιανικής εποχής (330-τέλη 7ου μ.Χ.).
Συστηματικές ανασκαφές στο Κούριο άρχισαν το 1933 από το Πανεπιστημιακό Μουσείο της Πενσυλβανίας και συνεχίστηκαν, με διακοπές, μέχρι το 1954. Το 1964 ξεκίνησε τις ανασκαφικές του έρευνες στο χώρο το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Κατά τα έτη 1974-1979 η Αμερικανική Αποστολή του Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών Dumbarton Oaks ανέλαβε την ανασκαφή της επισκοπικής παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Την περίοδο 1980-1983 έσκαψε στο λόφο του Κουρίου η Αμερικανική Αποστολή του Walters Art Gallery και των Πανεπιστημίων του Missouri και του Maryland. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων προχώρησε πρόσφατα στη δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου και κέντρου επισκεπτών. Τα σημαντικότερα μνημεία του Κουρίου είναι:
Τα αρχαιότερα κατάλοιπα κατοίκησης στην ευρύτερη περιοχή του Κουρίου χρονολογούνται από τη νεολιθική περίοδο (4500-3900 π.Χ.). Πάνω στον ίδιο το λόφο του Κουρίου υπάρχουν κατάλοιπα που χρονολογούνται από το τέλος της κλασικής περιόδου, περισσότερο της ελληνιστικής (325-50 π.Χ.) και κυρίως της ρωμαϊκής (50-330 μ.Χ.) και παλαιοχριστιανικής εποχής (330-τέλη 7ου μ.Χ.).
Συστηματικές ανασκαφές στο Κούριο άρχισαν το 1933 από το Πανεπιστημιακό Μουσείο της Πενσυλβανίας και συνεχίστηκαν, με διακοπές, μέχρι το 1954. Το 1964 ξεκίνησε τις ανασκαφικές του έρευνες στο χώρο το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Κατά τα έτη 1974-1979 η Αμερικανική Αποστολή του Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών Dumbarton Oaks ανέλαβε την ανασκαφή της επισκοπικής παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Την περίοδο 1980-1983 έσκαψε στο λόφο του Κουρίου η Αμερικανική Αποστολή του Walters Art Gallery και των Πανεπιστημίων του Missouri και του Maryland. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων προχώρησε πρόσφατα στη δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου και κέντρου επισκεπτών. Τα σημαντικότερα μνημεία του Κουρίου είναι:
Λάρνακα: Κίτιον
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κιτίου, που περιλαμβάνει τις δύο τοποθεσίες Καθαρή και Παμπούλα, βρίσκεται μέσα στη σύγχρονη πόλη της Λάρνακας. Από το 18ο μέχρι και τον 20ο αιώνα ήλθαν στο φως, από ανασκαφές ξένων περιηγητών και τυμβωρύχων, διάφορα ευρήματα όπως είναι η περίφημη Ασσυριακή στήλη του βασιλιά Σαργών Β, η οποία βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο. Γύψινο αντίγραφό της στήλης εκτίθεται στο Μουσείο της Λάρνακας. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1929 από τη Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή, υπό τη διεύθυνση του Einar Gjestard. Από το 1959, το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του Βάσου Καραγιώργη, άρχισε τις ανασκαφές στην περιοχή Καθαρή, ενώ την ευθύνη των ανασκαφών στην περιοχή της Παμπούλας ανέλαβε,
|
μετά τα γεγονότα του 1974, η γαλλική Αποστολή του Πανεπιστημίου της Λυών, που μέχρι τότε έκανε ανασκαφές στη Σαλαμίνα.
Οι πρωϊμότερες φάσεις εγκατάστασης και λατρείας στο Κίτιον εντοπίζονται στην τοποθεσία Καθαρή. Στη θέση αυτή ανασκάφηκαν πέντε διαδοχικοί ναοί και εργαστήρια επεξεργασίας χαλκού, οι οποίοι χρονολογούνται από τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Γεωμετρική περίοδο, κατά τις οποίες το Κίτιο ευημερούσε και κατοικείτο από Μυκηναίους Αχαιούς. Οι ανασκαφές της Παμπούλας έδειξαν ότι η περιοχή κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από το τέλος της Γεωμετρικής μέχρι την Ελληνιστική περίοδο. Τα πρώτα κτίσματα, που χρονολογούνται στον 9ο αιώνα π.Χ., αποτελούνται από ένα ιερό και διάφορα άλλα κτήρια. |
Κατά την Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο το ιερό επεκτείνεται για να περιλάβει πολλές αίθουσες, αυλές με στοές και βωμούς, εστίες προσφορών αλλά και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις για την επεξεργασία του χαλκού. Διάφορα ευρήματα μαρτυρούν ότι στο Κίτιον λατρευόταν ένας αριθμός θεοτήτων. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι Φοινικικές θεότητες Αστάρτη (αντίστοιχη της Αφροδίτης), ο Μέλκαρτ (αντίστοιχος του Ηρακλή) και ο Εσμούν (αντίστοιχος του Ασκληπιού), καθώς και οι Αιγυπτιακές θεότητες Αθώρ, Μπες και Ώρο.
Κατά την κλασική περίοδο, γίνονται μεγάλα έργα στη πόλη του Κιτίου, όπως πολεοδομικά έργα ευρείας κλίμακας, που εντάσσονται σε ένα σημαντικό πρόγραμμα κατασκευής δημοσίων κτηρίων. Μέσα σε αυτό το πρόγραμμα εντάσσεται και η αποξήρανση του έλους στη συνοικία της Παμπούλας, |
η κατασκευή του αποχετευτικού δικτύου της πόλης και η κατασκευή των δύο λιμανιών, του εμπορικού και του πολεμικού. Μέχρι στιγμής έχει ανασκαφεί το πολεμικό. Σώζονται οι ράμπες με τη βοήθεια των οποίων ρυμουλκούσαν τα πλοία για να επιδιορθωθούν και να φυλαχθούν.
Πηγή Φωτογραφιών: http://www.bigcyprus.com.cy/
|
Πάφος: Τάφοι των Βασιλέων
Η νεκρόπολη της Νέας Πάφου βρίσκεται στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της πόλης, ακριβώς έξω από τις οχυρώσεις. Το βόρειο τμήμα αυτής της τεράστιας νεκρόπολης είναι γνωστό ως οι «Τάφοι των Βασιλέων» και καλύπτει μια έκταση 1.2 τ.χλμ. περίπου. Το όνομά τους οφείλεται στη μεγαλοπρέπεια των ταφικών μνημείων και την αρχαιοπρέπεια που εκπνέει ο δωρικός ρυθμός που εμφανίζεται σε μερικά από αυτά. Οι Τάφοι των Βασιλέων φαίνεται ότι αποτελούσαν χώρο ταφής των μελών της πολιτικής και διοικητικής ελίτ της πρωτεύουσας της Κύπρου υπό το κράτος των Πτολεμαίων.
Το νεκροταφείο ήταν σε χρήση από την ελληνιστική μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή (2ος π.Χ. αι.-2ος αι. μ.Χ.). Οι τάφοι χρησιμοποιήθηκαν και από τους πρώτους χριστιανούς, ενώ μερικοί από αυτούς, αφού τροποποιήθηκαν κατάλληλα, χρησιμοποιήθηκαν και κατά το Μεσαίωνα από τρωγλοδύτες. Παράλληλα ο χώρος αποτελούσε ένα διαχρονικό λατομείο.
Οι Τάφοι των Βασιλέων συλήθηκαν τουλάχιστον από το 19ο αιώνα. Ανασκαφές άρχισαν κατά την περίοδο 1915-16, συνεχίστηκαν με διακοπές από το 1937 μέχρι το 1951, ενώ από το 1977 άρχισε η συστηματική ανασκαφική έρευνα της νεκροπόλεως, μέχρι το 1990.
Στο χώρο υπάρχουν τάφοι διαφόρων τύπων: απλοί λακκοειδείς σκαμμένοι στο βράχο, θαλαμοειδείς που αποτελούνται από το δρόμο και από έναν ή δύο ταφικούς θαλάμους που περιέχουν νεκρικές θήκες και, τέλος, τάφοι με περίστυλο αίθριο. Αυτοί είναι και οι πιο εντυπωσιακοί. Αποτελούνται από μια μεγάλη υπόγεια υπαίθρια αυλή ορθογώνιου σχήματος, λαξευμένη στο φυσικό βράχο. Οι στοές που περιβάλλουν την αυλή υποβαστάζονται από ασβεστολιθικούς κίονες δωρικού ρυθμού. Οι νεκρικοί θάλαμοι και οι νεκρικές θήκες είναι λαξευμένοι στις πλευρές των στοών. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι τάφοι αυτοί έφεραν τοιχογραφίες, κατά το πρότυπο των αντίστοιχων τάφων της Μακεδονίας, τόπου καταγωγής των Πτολεμαίων.
Τα πλησιέστερα ταφικά παράλληλα τα συναντούμε στην επίσης πτολεμαϊκή νεκρόπολη του Μουσταφά Πασιά στην Αλεξάνδρεια. Τα αρχικτεκτονικά στοιχεία και στα δύο κοιμητήρια είναι ελληνικά και προέρχονται από το πρότυπο της ελληνιστικής οικίας, ενώ η ναόσχημη πρόσοψη του τάφου αρ. 8 παραπέμπει στους γνωστούς μακεδονικούς τάφους της Βεργίνας στη Μακεδονία.
Το νεκροταφείο ήταν σε χρήση από την ελληνιστική μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή (2ος π.Χ. αι.-2ος αι. μ.Χ.). Οι τάφοι χρησιμοποιήθηκαν και από τους πρώτους χριστιανούς, ενώ μερικοί από αυτούς, αφού τροποποιήθηκαν κατάλληλα, χρησιμοποιήθηκαν και κατά το Μεσαίωνα από τρωγλοδύτες. Παράλληλα ο χώρος αποτελούσε ένα διαχρονικό λατομείο.
Οι Τάφοι των Βασιλέων συλήθηκαν τουλάχιστον από το 19ο αιώνα. Ανασκαφές άρχισαν κατά την περίοδο 1915-16, συνεχίστηκαν με διακοπές από το 1937 μέχρι το 1951, ενώ από το 1977 άρχισε η συστηματική ανασκαφική έρευνα της νεκροπόλεως, μέχρι το 1990.
Στο χώρο υπάρχουν τάφοι διαφόρων τύπων: απλοί λακκοειδείς σκαμμένοι στο βράχο, θαλαμοειδείς που αποτελούνται από το δρόμο και από έναν ή δύο ταφικούς θαλάμους που περιέχουν νεκρικές θήκες και, τέλος, τάφοι με περίστυλο αίθριο. Αυτοί είναι και οι πιο εντυπωσιακοί. Αποτελούνται από μια μεγάλη υπόγεια υπαίθρια αυλή ορθογώνιου σχήματος, λαξευμένη στο φυσικό βράχο. Οι στοές που περιβάλλουν την αυλή υποβαστάζονται από ασβεστολιθικούς κίονες δωρικού ρυθμού. Οι νεκρικοί θάλαμοι και οι νεκρικές θήκες είναι λαξευμένοι στις πλευρές των στοών. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι τάφοι αυτοί έφεραν τοιχογραφίες, κατά το πρότυπο των αντίστοιχων τάφων της Μακεδονίας, τόπου καταγωγής των Πτολεμαίων.
Τα πλησιέστερα ταφικά παράλληλα τα συναντούμε στην επίσης πτολεμαϊκή νεκρόπολη του Μουσταφά Πασιά στην Αλεξάνδρεια. Τα αρχικτεκτονικά στοιχεία και στα δύο κοιμητήρια είναι ελληνικά και προέρχονται από το πρότυπο της ελληνιστικής οικίας, ενώ η ναόσχημη πρόσοψη του τάφου αρ. 8 παραπέμπει στους γνωστούς μακεδονικούς τάφους της Βεργίνας στη Μακεδονία.
Πατήστε πάνω στους συνδέσμους για να ακούσετε την ξενάγηση
Πηγή:http://www.cyprushighlights.com
Αναδηοσιευση: http://www.cyprushighlights.com/index.php/2010/09/18/%CF%84%CE%AC%CF%86%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD/
Πηγή:http://www.cyprushighlights.com
Αναδηοσιευση: http://www.cyprushighlights.com/index.php/2010/09/18/%CF%84%CE%AC%CF%86%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD/
|
|
|
Λάρνακα: Χοιροκοιτία
Ο νεολιθικός οικισμός της Χοιροκοιτίας περιλαμβάνεται από το 1998 στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. Άρχισε να ανασκάπτεται στα 1936 από τον τότε Έφορο του Τμήματος Αρχαιοτήτων Πορφύριο Δίκαιο, ενώ από το 1976 οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από γαλλική αρχαιολογική αποστολή υπό τη διεύθυνση του Alain Le Brun.
Ο οικισμός είναι κτισμένος στην απότομη πλαγιά ενός λόφου που βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Μαρωνίου, σε απόσταση 6 χλμ. από τη θάλασσα. Αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα δείγματα πρώιμης μόνιμης εγκατάστασης πληθυσμών στο νησί. Στα δυτικά, όπου ο οικισμός δεν είναι φυσικά οχυρωμένος, ανεγέρθηκε ένας πλατύς τοίχος περίφραξης. Το κτίσιμό του προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια, γεγονός που υπονοεί σύνθετη κοινωνική οργάνωση.
Οι κάτοικοι της Χοιροκοιτίας ζούσαν σε κυκλικά κτίσματα από τα οποία σώζεται το κάτω μέρος των τοίχων που ήταν λίθινο. Το πάνω μέρος ήταν φτιαγμένο από πηλό, άχυρο, πλίνθους και πέτρες. Οι στέγες ήταν επίπεδες και φτιαγμένες από ξύλα, κλαδιά, άχυρο και χώμα. Όπως προέκυψε από τις ανασκαφές, κατοικία ορίζεται ως η συγκέντρωση πολλών τέτοιων κυκλικών κτισμάτων γύρω από μια μικρή αυλή όπου βρίσκεται ένας μύλος για το άλεσμα των σπόρων.
Οι νεκροί θάβονταν σε λάκκους στο εσωτερικό των κατοικιών. Σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από αντικείμενα καθημερινής χρήσης όπως λίθινα αγγεία και περιδέραια φτιαγμένα από θαλάσσια όστρακα και λίθινες χάντρες.
Οι διατροφικές ανάγκες των κατοίκων καλύπτονταν από την κτηνοτροφία, το κυνήγι, τη γεωργία και τη συλλογή άγριων καρπών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν φτιαγμένα από λίθο και οστά. Έχουν βρεθεί επίσης πολλά λίθινα σκεύη και ειδώλια που παριστάνουν κυρίως ανθρώπινες μορφές.
Οι κάτοικοι του οικισμού επεξεργάστηκαν τον διαβάση, μια σκληρή πέτρα, για την κατασκευή των λίθινων αγγείων, που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κυπριακής προκεραμεικής (7000-5200 π.Χ.) περιόδου. Για την κατασκευή κοσμημάτων χρησιμοποίησαν τον πικρόλιθο, μια πρασινωπή μαλακή πέτρα, η οποία βρίσκεται σε αφθονία στην κοίτη του ποταμού Κούρη, δυτικά της Λεμεσού.
Ο οικισμός της Χοιροκοιτίας, όπως και άλλοι οικισμοί της προκεραμεικής, εγκαταλείφθηκε ξαφνικά. Με την πάροδο του χρόνου ο χώρος ξανακατοικήθηκε κατά τη νεολιθική περίοδο, όταν πλέον ο άνθρωπος γνώριζε την κεραμεική τέχνη (5000-3900). Από την περίοδο αυτή δεν σώζεται κανένα αρχιτεκτονικό ίχνος στη Χοιροκοιτία.
Σε μια προσπάθεια να γίνει καλύτερα κατανοητός ο χώρος από τον επισκέπτη, αλλά και για προστασία του αρχαίου οικισμού, το Τμήμα Αρχαιοτήτων προχώρησε σε αναπαράσταση πέντε κυκλικών κτισμάτων και τμήματος του οχυρωματικού περιβόλου με την είσοδό του. Χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά υλικά και τρόποι δόμησης, ενώ στο εσωτερικό των κτισμάτων τοποθετήθηκαν αυθεντικά νεολιθικά αντικείμενα.
Ο οικισμός είναι κτισμένος στην απότομη πλαγιά ενός λόφου που βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Μαρωνίου, σε απόσταση 6 χλμ. από τη θάλασσα. Αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα δείγματα πρώιμης μόνιμης εγκατάστασης πληθυσμών στο νησί. Στα δυτικά, όπου ο οικισμός δεν είναι φυσικά οχυρωμένος, ανεγέρθηκε ένας πλατύς τοίχος περίφραξης. Το κτίσιμό του προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια, γεγονός που υπονοεί σύνθετη κοινωνική οργάνωση.
Οι κάτοικοι της Χοιροκοιτίας ζούσαν σε κυκλικά κτίσματα από τα οποία σώζεται το κάτω μέρος των τοίχων που ήταν λίθινο. Το πάνω μέρος ήταν φτιαγμένο από πηλό, άχυρο, πλίνθους και πέτρες. Οι στέγες ήταν επίπεδες και φτιαγμένες από ξύλα, κλαδιά, άχυρο και χώμα. Όπως προέκυψε από τις ανασκαφές, κατοικία ορίζεται ως η συγκέντρωση πολλών τέτοιων κυκλικών κτισμάτων γύρω από μια μικρή αυλή όπου βρίσκεται ένας μύλος για το άλεσμα των σπόρων.
Οι νεκροί θάβονταν σε λάκκους στο εσωτερικό των κατοικιών. Σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από αντικείμενα καθημερινής χρήσης όπως λίθινα αγγεία και περιδέραια φτιαγμένα από θαλάσσια όστρακα και λίθινες χάντρες.
Οι διατροφικές ανάγκες των κατοίκων καλύπτονταν από την κτηνοτροφία, το κυνήγι, τη γεωργία και τη συλλογή άγριων καρπών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν φτιαγμένα από λίθο και οστά. Έχουν βρεθεί επίσης πολλά λίθινα σκεύη και ειδώλια που παριστάνουν κυρίως ανθρώπινες μορφές.
Οι κάτοικοι του οικισμού επεξεργάστηκαν τον διαβάση, μια σκληρή πέτρα, για την κατασκευή των λίθινων αγγείων, που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κυπριακής προκεραμεικής (7000-5200 π.Χ.) περιόδου. Για την κατασκευή κοσμημάτων χρησιμοποίησαν τον πικρόλιθο, μια πρασινωπή μαλακή πέτρα, η οποία βρίσκεται σε αφθονία στην κοίτη του ποταμού Κούρη, δυτικά της Λεμεσού.
Ο οικισμός της Χοιροκοιτίας, όπως και άλλοι οικισμοί της προκεραμεικής, εγκαταλείφθηκε ξαφνικά. Με την πάροδο του χρόνου ο χώρος ξανακατοικήθηκε κατά τη νεολιθική περίοδο, όταν πλέον ο άνθρωπος γνώριζε την κεραμεική τέχνη (5000-3900). Από την περίοδο αυτή δεν σώζεται κανένα αρχιτεκτονικό ίχνος στη Χοιροκοιτία.
Σε μια προσπάθεια να γίνει καλύτερα κατανοητός ο χώρος από τον επισκέπτη, αλλά και για προστασία του αρχαίου οικισμού, το Τμήμα Αρχαιοτήτων προχώρησε σε αναπαράσταση πέντε κυκλικών κτισμάτων και τμήματος του οχυρωματικού περιβόλου με την είσοδό του. Χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά υλικά και τρόποι δόμησης, ενώ στο εσωτερικό των κτισμάτων τοποθετήθηκαν αυθεντικά νεολιθικά αντικείμενα.
Λάρνακα: Καλαβασός - Τέντα
Πηγή: http://www.mcw.gov.cy
Πηγή: http://www.aboutcyprus.org.cy
Πηγή: http://www.bigcyprus.com.cy
Πηγή: https://www.youtube.com
Πηγή: http://www.aboutcyprus.org.cy
Πηγή: http://www.bigcyprus.com.cy
Πηγή: https://www.youtube.com
Πηγή: http://www.cyprushighlights.com/wp-content/uploads/2010/09/CYPRUS_JIMDIA_SITE.pdf